Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επαργύρωση η [eparjírosi] Ο33 : κάλυψη της επιφάνειας ενός αντικειμένου με λεπτό στρώμα από άργυρο καθώς και το ίδιο το στρώμα του αργύρου: Kάνω ~. Έφυγε / χάλασε η ~.
[λόγ. επαργυρω- (δες επαργυρώνω) -σις > -ση]