Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επαναφέρω [epanaféro] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. επανέφερα και επανάφερα, απαρέμφ. επαναφέρει, παθ. αόρ. επαναφέρθηκα, απαρέμφ. επαναφερθεί : α.φέρνω κπ. ή κτ. στην κατάσταση που ήταν προηγουμένως, δημιουργώ ή προκαλώ εκ νέου μια κατάσταση που υπήρχε πιο πριν: ~ την τάξη / την πειθαρχία, την επιβάλλω εκ νέου. ~ κπ. στην τάξη. ~ σε ισχύ μία διάταξη, την κάνω να ισχύει πάλι. Επαναφέρθηκε σε ισχύ η προηγούμενη νομοθεσία. ~ κπ. στη ζωή, τον κάνω να ζωντανέψει. β. τοποθετώ εκ νέου κπ. στη θέση που ήταν προηγουμένως: ~ κπ. σε μια θέση εργασίας. Tον επανέφεραν στην ηγεσία του στρατεύματος. γ. ξαναφέρνω: ~ κτ. στη μνήμη μου, το ξαναθυμάμαι. ~ κτ. στη μνήμη κάποιου, του το θυμίζω. ~ ένα θέμα για συζήτηση, το προτείνω εκ νέου.
[λόγ. < αρχ. ἐπαναφέρω `αποδίδω, συνέρχομαι΄ & σημδ. νεοελλ. ξαναφέρνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- επαναφέρω· επαναφέρνω· αόρ. επανήφερα· επηνήφερα.
-
- Α´ (Μτβ.) κάνω κάπ. να συνέλθει:
- εκ τας λιγοθυμίας της να την επαναφέρνω (Λίβ. Esc. 3470).
- Β´ Αμτβ.
- α) (Προκ. για επανάκτηση αισθήσεων) συνέρχομαι, αναλαμβάνω:
- εκείνος να λιγοθυμά, να επαναφέρνει εκείνη (Λίβ. Esc. 3687)·
- β) ζωντανεύω, ανασταίνομαι:
- Εάν δε και επανέφερεν εκείνος εκ τον άδην … (Λίβ. N 3041).
- α) (Προκ. για επανάκτηση αισθήσεων) συνέρχομαι, αναλαμβάνω:
[αρχ. επαναφέρω. Η λ. και σήμ.]
- Α´ (Μτβ.) κάνω κάπ. να συνέλθει: