Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επανέρχομαι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επανέρχομαι [epanérxome] Ρ αόρ. επανήλθα, απαρέμφ. επανέλθει : 1α. επιστρέφω, ξαναγυρνώ σε έναν τόπο: Επανήλθε από το εξωτερικό / από τις διακοπές. (έκφρ., ειρ.) ~ δριμύτερος, συνεχίζω με μεγαλύτερη ένταση μια δραστηριότητα που είχα διακόψει: H αντιπολίτευση επανήλθε δριμύτερη κατά τη νέα συζήτηση του νομοσχεδίου. β. βρίσκομαι πάλι σε ορισμένη κατάσταση: Είναι δύσκολο να επανέλθουμε στο προηγούμενο καθεστώς. γ. ξαναπαίρνω ορισμένο αξίωμα, θέση κτλ. που κατείχα και παλαιότερα: Επανέρχονται στο στράτευμα οι απότακτοι αξιωματικοί. Επανέρχεται ένας βασιλιάς στο θρόνο του. δ. ξαναρχίζω να υπάρχω ή να ισχύω: Επανέρχονται οι αισθήσεις. Mετά την ακύρωση της αγοραπωλησίας η κυριότητα του ακινήτου επανέρχεται στον αρχικό ιδιοκτήτη. Επανέρχεται η παλιά νομοθεσία. 2. επανεξετάζω, ξανασυζητώ κτ. ή γενικά ξαναμιλώ γι΄ αυτό: Στο ζήτημα αυτό θα επανέλθω σε λίγο. Mην επανέρχεσαι συνεχώς στο ίδιο θέμα. Επανέρχεται κτ., γίνεται εκ νέου αντικείμενο εξέτασης ή συζήτησης: Tο θέμα σου θα επανέλθει στην επόμενη συνεδρίαση.

[λόγ. < αρχ. ἐπανέρχομαι]

[Λεξικό Κριαρά]
επανέρχομαι.
  • 1) Ξαναγυρίζω:
    • επανήλθον σκάνδαλα και δάκρυα (Διακρούσ. 7116).
  • 2) Ανακτώ την υγεία μου:
    • Πίνε γρουτίτσαν, … και πάλιν να επανέλθεις (Γλυκά, Στ. 265
    • φρ.
      • (1) επανέρχομαι εις εαυτόν = συνέρχομαι:
        • (Διήγ. πόλ. Θεοδ. 68
      • (2) επανέρχομαι επί το κρείττον = βελτιώνεται η κατάστασή μου:
        • (Ιερακοσ. 41313).

[αρχ. επανέρχομαι. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες