Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επανάληψη
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επανάληψη η [epanálipsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επαναλαμβάνω: ~ μιας λέξης / μιας φράσης / μιας πράξης. ~ του ίδιου λάθους. ~ μιας θεατρικής παράστασης / κινηματογραφικής ή τηλεοπτικής προβολής / ενός αθλητικού αγώνα. H ~ των μαθημάτων μετά τις διακοπές του Πάσχα. H ~ μιας δίκης / των εργασιών της βουλής. ~ ενός μελωδικού / ρυθμικού αποσπάσματος. (έκφρ.) κατ΄ ~, πολλές φορές. α. αυτό που επαναλαμβάνεται: Kείμενο γεμάτο πλατειασμούς και επαναλήψεις. Συνεχείς / κουραστικές επαναλήψεις. || για κινηματογραφική παράσταση ή τηλεοπτική προβολή που έχει γίνει και άλλη φορά: Λίγες και ασήμαντες καινούριες ταινίες, αρκετές όμως και αξιόλογες επαναλήψεις. β. η εκ νέου διδασκαλία ή μελέτη ενός μαθήματος με στόχο την καλύτερη εκμάθησή του: Προσεκτική / μεθοδική ~. Tελειώσαμε το βιβλίο και τώρα κάνουμε επαναλήψεις. Mια τελευταία ~ πριν από τις εξετάσεις. (έκφρ.) η ~ είναι μητέρα της μαθήσεως / (απαρχ.) η επανάληψις είναι μήτηρ πάσης μαθήσεως, η επανάληψη είναι προϋπόθεση για τη μάθηση.

[λόγ. < ελνστ. ἐπανάληψις (-σις > -ση)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες