Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επαλείφω [epalífo] -ομαι Ρ4 : (λόγ.) αλείφω, κάνω επάλειψη.
[λόγ. < αρχ. ἐπαλείφω]
[Λεξικό Κριαρά]
- επαλείφω· εφαλείφω.
-
- 1) Αλείφω, επιχρίω:
- Κόπρον τράγου τρίψας εξ αυτού τους πόδας επάλειφε (Ορνεοσ. αγρ. 56620).
- 2) Φρ. δώροις επαλείφω = γεμίζω με δώρα:
- (Βίος Αλ. 5328).
[αρχ. επαλείφω. Η λ. και σήμ.]
- 1) Αλείφω, επιχρίω: