Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επακολουθώ [epakoluθó] Ρ10.9α : α.για κτ. που γίνεται, υπάρχει ή συμβαίνει ύστερα από κτ. άλλο: Mετά την παρέλαση θα επακολουθήσει δεξίωση. β. για κτ. που γίνεται, υπάρχει ή συμβαίνει ως φυσική, λογική κτλ. συνέπεια ενός γεγονότος: H παρεξήγηση και ο καβγάς που επακολούθησε.
[λόγ. < αρχ. ἐπακολουθῶ]
[Λεξικό Κριαρά]
- επακολουθώ· απακολουθώ.
-
- Ακολουθώ:
- (Φυσιολ. (Zur.) V 21).
[αρχ. επακολουθέω. Η λ. και σήμ.]
- Ακολουθώ: