Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επίφοβος -η -ο [epífovos] Ε5 : που είναι επικίνδυνος με συνέπεια να προκαλεί φόβο. α. (ιδ. για πρόσ.) που μπορεί ή συνηθίζει να προκαλεί κακό, βλάβη κτλ. στους άλλους: Άνθρωπος εξαιρετικά ~. Στρατός που παρά την ήττα του εξακολουθεί να είναι ~. β. που λόγω της καταστάσεώς του ενέχει κινδύνους, δεν παρέχει ασφάλεια: Tο κτίριο / το μπαλκόνι φαίνεται επίφοβο. Είναι επίφοβο να
, είναι επικίνδυνο. || (προφ.) Είναι κάποιος ~, κινδυνεύει να πεθάνει.
[λόγ.: α: αρχ. ἐπίφοβος· β: ελνστ. σημ.]