Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επίτροπος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επίτροπος ο [epítropos] Ο19 θηλ. επίτροπος [epítropos] Ο36 : αυτός στον οποίο μια δημόσια εξουσία έχει αναθέσει επισήμως ορισμένα καθήκοντα διοικητικής, διαχειριστικής κτλ. φύσεως: ~ ανηλίκου / πνευματικά αναπήρου / απόντος, αυτός που ορίζεται από δικαστήριο για να διαχειρίζεται τις υποθέσεις του. Εκκλησιαστικός ~, που διαχειρίζεται τα οικονομικά ορισμένου ναού. Επισκοπικός ~, που εκπροσωπεί τον επίσκοπο σε ορισμένη περιοχή. Kυβερνητικός ~, που εκπροσωπεί την κυβέρνηση κυρίως σε ορισμένο ίδρυμα. Bασιλικός ~. Ο κυβερνητικός ~ του στρατοδικείου / της Iεράς Συνόδου. H Tράπεζα της Ελλάδος ορίζει επιτρόπους για τον έλεγχο των άλλων τραπεζών. Ο ~ της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη γεωργία / το εμπόριο. Ο ~ της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Λαϊκός ~ ή ~ του λαού, παλιά ονομασία του υπουργού στην ΕΣΣΔ. Συμβού λιο των Επιτρόπων του Λαού, παλιά ονομασία του υπουργικού συμβουλίου στην ΕΣΣΔ.

[λόγ. < αρχ. ἐπίτροπος `που του έχει ανατεθεί επίβλεψη΄ & σημδ. γαλλ. commissaire· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

[Λεξικό Κριαρά]
επίτροπος ο· ’πίτροπος.
  • 1) Εκπρόσωπος (γενικά), εντεταλμένος:
    • οι επιτρόποι τ’ αφεντός (Χούμνου, Κοσμογ. 1879· Βελλερ., Επιστ. 7729‑30).
  • 2) Αντιβασιλέας:
    • (Δούκ. 27317).
  • 3)
    • α) (Νομ.) εκείνος που του έχουν ανατεθεί συγκεκριμένες ευθύνες σχετικά με ανήλικα άτομα:
      • (Ελλην. νόμ. 52722
    • β) εκτελεστής διαθήκης:
      • (Σφρ., Χρον. 3211).
  • 4) (Εκκλ.) επίτροπος:
    • (Βελλερ., Επιστ. 763).
  • 5) Προστάτης:
    • (Σκλέντζα, Ποιήμ. 549).

[αρχ. ουσ. επίτροπος. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες