Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επίτοκος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επίτοκος -η / -ος -ο [epítokos] Ε17 : (λόγ., για γυναίκα ή για θηλυκό ζώο) που βρίσκεται σε προχωρημένη εγκυμοσύνη ή στο τελευταίο της στάδιο. || (ως ουσ.).

[λόγ. < αρχ. ἐπίτοκος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες