Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επίσημα
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επίσημα το [epísima] Ο49 : (λόγ.) επίσημο διακριτικό στοιχείο που αποτυπώνεται σε κτ., για να βεβαιώνει ή να επισημαίνει κτ. α. σφραγίδα σε χαρτόσημο που μεταβάλλει την αξία του. || Kινητό ~, χαρτόσημο. β. ~ βιβλίου, που επικολλάται στα βιβλία μιας βιβλιοθήκης και δηλώνει τον αριθμό εισαγωγής κτλ. ~ σε κόσμημα, διακριτικό σημάδι σε χρυσό ή ασημένιο κόσμημα που δηλώνει την περιεκτικότητά του σε χρυσό ή ασήμι. ~ λέβητα, σημάδι επάνω σε λέβητα που δηλώνει την πίεση στην οποία δοκιμάστηκε η αντοχή του.

[λόγ. < αρχ. ἐπίσημα `έμβλημα σε νόμισμα΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επισημαίνω [episiméno] -ομαι Ρ7.2 : 1α.προσδιορίζω περίπου τον τόπο στον οποίο βρίσκεται κάποιος ή κτ.· (πρβ. εντοπίζω): Οι ληστές επισημάνθηκαν στην περιοχή του Ολύμπου, όπου λίγο αργότερα εντοπίστηκαν από ένα ελικόπτερο. β. διαπιστώνω, συνειδητοποιώ ότι κάποιος ή κτ. υπάρχει ή έχει ορισμένη ιδιότητα: Tόσο καλός μαθητής στην τάξη μου και να μην τον έχω επισημάνει ακόμα! γ. βρίσκω κτ. και τοποθετώ ορισμένο σημάδι ώστε να φαίνεται: Ορθογραφικά λάθη που δεν έχουν επισημανθεί από τον εξεταστή. || (στρατ.) βάζω κτ. ως σημάδι για προσανατολισμό. 2α. διαπιστώνω κτ. και το εκφράζω με έμφαση: Iστορικός που επισημαίνει τον οικονομικό και κοινωνικό χαρακτήρα των γεγονότων. H μελέτη επισημαίνει ότι… β. αναφέρω, λέω σε κπ. κτ. με έμφαση για να το προσέξει: Tου επισήμανα πόσο ανόητη ήταν η συμπεριφορά του. Σου ~ τις ευθύνες σου σε περίπτωση ατυχήματος. Σας ~ τον κίνδυνο που διατρέχετε.

[λόγ. < αρχ. ἐπισημαίνω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επισήμανση η [episímansi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επισημαίνω. 1α. εύρεση της θέσης στην οποία περίπου βρίσκεται κάποιος ή κτ.: Πληροφορίες που βοήθησαν στην ~ του δραπέτη. β. ακριβής προσδιορισμός της θέσης ενός πράγματος και τοποθέτηση πάνω σ΄ αυτό ορισμένου σημαδιού, ώστε να φαίνεται: ~ υφάλων και άλλων σημείων επικίνδυνων για τη ναυσιπλοΐα. ~ τοπογραφικών σημείων. || (στρατ.) ~ στόχου. 2. διαπίστωση ότι κτ. υπάρχει ή ισχύει καθώς και η έκφραση της διαπίστωσης αυτής: ~ των προβλημάτων / των δυσκολιών.

[λόγ. < αρχ. ἐπισήμαν(σις) -ση `σημάδεμα΄ κατά τη σημ. του επισημαίνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες