Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επίμονος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
επίμονος, επίθ.
  • Διαρκής, συνεχής:
    • Ασχόλησις ερωτική … θέλει επίμονον σπουδήν (Λίβ. (Lamb.) N 968).

[μτγν. επίθ. επίμονος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επίμονος -η -ο [epímonos] Ε5 : που επιμένει. α. (ιδ. για πρόσ.) που χαρακτηρίζεται από επιμονή: Άνθρωπος ~ στη δουλειά του. || Επίμονο βλέμμα. β. που εξακολουθεί να γίνεται ή να υπάρχει συνήθ. με την ίδια ένταση: Ένας ~ βήχας / πόνος / πυρετός. Επίμονη βροχή / αμφιβολία. Tο πρόβλημα δε λύθηκε αλλά παρακάμφθηκε· θα επανέλθει επίμονο στο μέλλον. || (ψυχ.) ~ συνειρμός. || (πληθ.) που γίνεται επανειλημμένα, συνεχής: Επίμονες εκκλήσεις / προκλήσεις / προσπάθειες. επίμονα & (λόγ.) επιμόνως ΕΠIΡΡ: Kοιτάζω ~ κτ. Zητώ επιμόνως κτ.

[λόγ.(;) < ελνστ. ἐπίμονος· λόγ. < αρχ. ἐπιμόνως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες