Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επίκριση η [epíkrisi] Ο33 : έκφραση δυσμενούς κρίσης ή γενικά άποψης για κπ. ή για κτ.· (πρβ. κατάκριση): Στις επικρίσεις της αντιπολίτευσης απάντησε ο πρωθυπουργός. Έντονες / αόριστες επικρίσεις. (έκφρ.) κρίσεις κι επικρίσεις, για συνεχή και ιδίως δυσμενή κριτική.
[λόγ. < ελνστ. ἐπίκρι(σις) `καθορισμός, κρίση΄ -ση κατά τη σημ. του επικρίνω]