Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επίκληση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επίκληση η [epíklisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επικαλούμαι. I1α. το να αναφέρει κάποιος κτ. για ορισμένο σκοπό: H τρίτη εντολή απαγορεύει την ~ του ονόματος του Θεού για ασήμαντη αιτία. β. αναφορά που γίνεται ως δικαιολογία ή επιχείρημα: ~ λόγων υγείας / ορισμένου νόμου. 2. το να ζητά κάποιος, που βρίσκεται σε δύσκολη κατάσταση, κτ. από κπ. συνήθ. προβάλλοντας ορισμένη αιτία ή δικαιολογία: ~ της γενναιοδωρίας / της επιείκειας κάποιου. II. (σπάν.) επονομασία.

[λόγ.: I: ελνστ. ἐπίκλη(σις) -ση· ΙΙ: αρχ. σημ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες