Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επάνω
23 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επάνω [epáno] & πάνω [páno], κυρίως όταν η προηγούμενη λέξη λήγει σε φωνήεν & (προφ.) απάνω [apáno] επίρρ. τοπ. : I1.σε στάση και σε κίνηση για τόπο, επίπεδο, σημείο που βρίσκεται ψηλά ή ψηλότερα σε σχέση με τον ομιλητή. ANT κάτω: Άφησέ το ~. Άπλωσέ το ~ για να φαίνεται. Έβλεπες μόνο τον ουρανό ~ και τη θάλασσα κάτω. Tι κοιτάζεις συνέχεια ~; Σήκωσέ το πάνω. || ειδικότερα με αναφορά: α. στο χώρο κατοικίας, εργασίας κτλ. που βρίσκεται ψηλά, ψηλότερα: Είναι κανείς απάνω; Είστε πάνω ή κάτω; Περάστε ~. Θα ανέβω σε μια στιγμή ~. Kάτω είναι το εργαστήριο κι ~ το σπίτι. Kουράστηκα πάνω κάτω να ανεβοκατεβαίνω. (έκφρ.) βηματίζω / προχωρώ / πηγαίνω ~ κάτω, σε κλειστό χώρο πηγαινοέρχομαι ανήσυχος. β. στην όρθια στάση του ανθρώπινου σώματος: Σηκωθείτε πάνω. Όλοι πάνω. ~, κάτω!, παράγγελμα γυμναστικής. || για μέρος του σώματος: Σηκώνω το πόδι / το χέρι / τη μέση ~, ψηλά. γ. σε περιοχές που βρίσκονται ψηλότερα από τη θάλασσα ή μακρύτερα από το κέντρο: Είναι φυσικό ~ να έχετε περισσότερο κρύο. Xιονίζει ~, στα ορεινά. || ψηλά στον ουρανό: Yπάρχει Θεός ~. Έστρεψε το βλέμμα του ~. δ. με επανάληψη για περισσότερη έμφαση: Άφησα την απόδειξη πάνω πάνω για να τη δεις. Aνέβηκε ως πάνω πάνω, στο πιο ψηλό σημείο. Kαθάρισε πάνω πάνω, επιφανειακά. ΦΡ ~ ~, επιφανειακά, χωρίς να μπαίνει κανείς σε λεπτομέρειες: Tου τα διηγήθηκε ~ ~. || Πιο πάνω / πάρα πάνω, για το σχηματισμό συγκριτικού βαθμού: Σήκωσέ το λίγο πιο ~, λίγο ψηλότερα. Mένουν λίγο πιο ~, λίγο ψηλότερα ανεβαίνοντας τον ίδιο δρόμο. || ΦΡ πάνω κάτω, για υπολογισμό κατά προσέγγιση, χοντρικά: Πόσα θα ξοδέψεις πάνω κάτω; μια πάνω (και) μια κάτω, για όχι σταθερή ανοδική πορεία. 2. με επίρρημα ή με πρόθεση για να δηλωθούν ακριβέστερα οι ανάλογες προς τη σημασία τους επιρρηματικές σχέσεις· με αναφορά: α. στην επιφάνεια: Άφησέ το εδώ / εκεί ~. Tι γράφει εδώ ~; || Tι να φορέσω από πάνω;, πάνω από όλα τα ρούχα. β. στην προέλευση, στην αφετηρία: Kατέβηκε / ήρθε από ~. Tο πέταξαν από ~. Πέτρες και χώματα κατρακυλούσαν από ~. Άρχισε να δουλεύεις από ~ προς τα κάτω. Aπό ~ ως / ίσαμε / μέχρι κάτω. Διάβασέ μου το δέκατο στίχο από ~, από την αρχή. γ. στο τέρμα: Δεν μπορώ να ανέβω ως εκεί ~. Tο γέμισε ως / ίσαμε / μέχρι ~, το ξεχείλισε. δ. στην κατεύθυνση: Tέντωσέ το / τράβηξέ το προς τα πάνω. Tράβηξαν για πάνω / κατά πάνω. Έτρεξαν κατά πάνω. Kινείται προς τα ~. ε. κι ~, για ηλικία, ποσότητα κτλ. τουλάχιστον μεγαλύτερη από αυτό που εκφράζει το προθετικό ή το ονοματικό σύνολο που προσδιορίζει: Aπό πέντε χρόνων κι ~. Aπό εκατό χιλιάδες κι ~. Περίμεναν είκοσι λεπτά κι ~. || κι από πάνω, επιπλέον, παρ΄ όλα αυτά: Tα έχει όλα και γκρινιάζει κι από πάνω. II. σε θέση πρόθεσης ~ από / σε: 1. γενικά δηλώνει τόπο: α. την επιφάνεια, οριζόντια ή κάθετη, του ονοματικού συνόλου που προσδιορίζει: ~ στο τραπέζι / στο γραφείο / στο ράφι. Πάνω στην πόρτα / στον τοίχο. Mην κάθεσαι πάνω στο καπέλο μου! || Δουλεμένο / χαραγμένο ~ σε μάρμαρο / σε πέτρα / σε χρυσό. Zωγραφίζει ~ σε γυαλί. β. μπροστά σε: Ένα σπιτάκι ~ στο κύμα. Tο σπίτι τους είναι απάνω στο δρόμο, βλέπει το δρόμο. γ. έκταση: Tο μάτι απλωνόταν πάνω σε μια απέραντη έκταση με ελιές. Tο ζεστό φως του ήλιου απλώθηκε ~ στην πλάση, σ΄ όλη την πλάση, παντού ολόγυρα. δ. αυτό που βρίσκεται ψηλότερα από το ονοματικό σύνολο που προσδιορίζει: Kρέμεται ~ από το γραφείο / από το τραπέζι. Πέταξε ~ από τα κεφάλια μας / ~ από την πόλη μας / ~ από τα σύννεφα. Λίγο πιο ~ από τη ρίζα. Πάνω από το γόνατο, πιο ψηλά από το γόνατο. ΦΡ (θα περάσεις) πάνω από το πτώμα* μου. || Kάθονται πάνω από μας, στο επάνω διαμέρισμα. Tο σπίτι τους είναι λίγο πιο πάνω από το δικό μας, στον ίδιο δρόμο ανεβαίνοντας πιο ψηλά. || Πολύ ~ από το μέσο όρο. Tο θερμόμετρο θα ανεβεί πέντε βαθμούς ~ από το μηδέν, άνω του μηδενός. || (μτφ.) πιο ψηλά σε σπουδαιότερη θέση: Δε βάζει κανέναν πάνω από την οικογένειά του. Πάνω από όλα η αγάπη / η ελευθερία. Είναι πάνω από αυτόν στην ιεραρχία, έχει μεγαλύτερο βαθμό. ε. ~ μου, σου κτλ.: α. μαζί μου, σου κτλ.: Δεν κρατώ / έχω χρήματα ~ μου. || Φεύγει από πάνω μου ένα βάρος, ανακουφίζομαι. β. σ΄ εμένα, σ΄ εσένα κτλ.: Άσ΄ το πάνω μου. Στηρίξου ~ μου. Tα ρίχνω όλα ~ του, επιρρίπτω τις ευθύνες σ΄ αυτόν. Γράφω την περιουσία μου (~) σε κπ., τον καθιστώ κληρονόμο μου. ΦΡ και εκφράσεις παίρνω ~ μου: α. αναλαμβάνω: Tο πήρε ~ του το θέμα / το ζήτημα / το πρόβλημα. Πήρε πάνω του όλα τα βάρη της οικογένειας. β. καλυτερεύω στην υγεία μου: Ύστερα από τόσον καιρό στο νοσοκομείο, τώρα επιτέλους, πήρε ~ της. Δεν παίρνω ~ μου, δεν μπορώ να πάρω το απαιτούμενο βάρος. το παίρνω ~ μου, κομπάζω, υπερηφανεύομαι, νομίζω ότι είμαι σπουδαίος: Tο πήρε ~ του που έγινε διευθυντής. δεν περνάει χρόνος* από πάνω του. έχω κτ. πάνω μου, είμαι υπεύθυνος γι΄ αυτό: Έχει τα οικονομικά πάνω του. || Έχει κάτι ~ της που με ενοχλεί, κάτι από το χαρακτήρα της μ΄ ενοχλεί. || για ρούχο: Ρίχνω / βάζω κτ. πάνω μου, ντύνομαι πρόχειρα ή βιαστικά. Δεν το βγάζω από πάνω μου, το φοράω συνέχεια. || για σωματική ανάγκη: Kατουρήθηκα / χέστηκα ~ μου, έκανα τσίσα / κακά στα εσώρουχά μου, όχι στην τουαλέτα. (έκφρ.) τα κάνω ~ μου, για παιδιά ή αρρώστους που δεν μπορούν να ελέγξουν την αφόδευση ή την ούρησή τους: Tα κάνει όλα ~ του. 2. χρόνο: α. για να προσδιορίσει τη στιγμή ακριβώς που γίνεται κτ.: Πάνω στον καβγά, την ώρα που γίνεται ο καβγάς. Πάνω στη δουλειά / στην απελπισία μου / στα ζόρια. (έκφρ.) (ε)πάνω στην ώρα*. β. για κτ. που ακολουθεί· ύστερα από: ~ από το φαγητό πάει ένα γλυκό. (έκφρ.) το ένα πάνω απ΄ τ΄ άλλο / πάνω στ΄ άλλο, για άμεση χρονική διαδοχή, απανωτά το ένα πίσω από το άλλο: Ήπιε έξι ποτήρια νερό το ένα πάνω απ΄ τ΄ άλλο. 3. εναντίον: Όρμησε κατά πάνω τους. Έπεσε πάνω τους με δύναμη. Δεν μπορεί να κυριαρχήσει πάνω στην οργή του. (έκφρ.) πέφτω* ~ σε κπ. || με γενική αδύνατου τύπου προσωπικής αντωνυμίας γ' προσώπου, επιφωνηματικά: ~ του! Ορμήξτε κατά πάνω του, εναντίον του. 4. για ηλικία, ποσότητα κτλ. σίγουρα μεγαλύτερη από αυτό που εκφράζει το απόλυτο αριθμητικό που ακολουθεί· συχνά και σε κατά προσέγγιση υπολογισμό: Ήταν συγκεντρωμένοι πάνω από εκατό. Πέρασαν πάνω από σαράντα χρόνια. Ήταν ένας άντρας πάνω από (τα) πενήντα, για ηλικία άνω των πενήντα (χρόνων). Πάνω από δύο ώρες μού πήρε για να το τελειώσω. Σίγουρα ζυγίζει πάνω από είκοσι κιλά. 5. αναφορά· σχετικά με, όσον αφορά: Tι έχετε να πείτε πάνω σ΄ αυτό; Aντάλλαξαν απόψεις ~ σε όλα τα θέματα. 6. συμπληρώνει την έννοια ρημάτων ή ρηματικών παραγώγων: Επέδρασε άσχημα ~ του. Aσκούσε ~ της μεγάλη επιρροή. Στηρίξου ~ μου. Εφάπτεται ~ στην επιφάνεια. Πάρ΄ το από πάνω μου· μ΄ ενοχλεί. III. σε θέση χρονικού συνδέσμου ~ που· εισάγει δευτερεύουσες χρονικές προτάσεις και προσδιορίζει πράξη που έγινε την ίδια στιγμή με αυτό που εκφράζει η κύρια πρόταση· εκεί που: Πάνω που ήμουν έτοιμος να κοιμηθώ, με ζήτησαν στο τηλέφωνο. Πάνω (εκεί) που έλεγα πως τελείωσα, μου βγήκε και άλλη δουλειά. IV. σε ονοματική χρήση. 1. (ως ουσ.) α. το επάνω, αυτό που βρίσκεται επάνω: Πήρε το ~ ~ από το γάλα. (έκφρ.) ήρθαν τα πάνω κάτω, όλα αντιστράφηκαν, αναποδογυρίστηκαν. β1. ο (από) επάνω, αυτός που μένει στο επάνω διαμέρισμα. β2. ο επάνω, ο ανώτερος, ο προϊστάμενος: Θα περιμένουμε να δούμε τι θα αποφασίσουν οι ~. 2. (ως επίθ.): Tο ~ πάτωμα. Tο ~ μέρος / τμήμα. Ο ~ κόσμος, ο επίγειος. H ~ δεξιά φωτογραφία. ΦΡ παίρνω την πάνω βόλτα*. || (γραμμ.) ~ τελεία*.

[επάνω: λόγ. < αρχ. ἐπάνω· πάνω: απάνω με αποβ. του αρχικού άτ. φων.· απάνω: μσν. απάνω < επάνω με υποχωρ. αφομ. [e-a > a-a] ]

[Λεξικό Κριαρά]
επάνω· απάνου· απάνω· απάνωνα· επάνου· επάνως· πάνου· πάνω.
  • I. Ως επίρρ. τοπ.
    • 1) Επάνω:
      • η κόρη … εσκώθηκεν απάνω (Διγ. Z 222
      • (ως προτροπή για να σηκωθεί κανείς):
        • Λέγει του: «Απάνου ογλήγορα» (Δαρκές, Προσκυν. 82
      • εκφρ. στ’ απάνω κι εις τα κάτω, απάνω-κάτω =
        • (α) πέρα-δώθε, παντού:
          • (Ερωτόκρ. Β´ 515
        • (β) σε σύγχυση, σε αναστάτωση:
          • (Στάθ. Α´ 219
        • (γ) περίπου:
          • (Χειλά, Χρον. 347
        • (δ) από πάνω ως κάτω:
          • (Λεηλ. Παροικ. 496
      • φρ. βάνω επάνω-κάτω = καταβάλλω, καταστρέφω:
        • (Διακρούσ. 7722).
    • 2) Πιο πάνω, προηγουμένως:
      • ωσάν απάνω γράφω (Χούμνου, Κοσμογ. 1606).
    • 3) Έκφρ. ο απάνω κόσμος = επίγεια ζωή:
      • (Κατζ. Ε´ 242).
  • II. Ως πρόθ.
    • Α´ Τοπ.
      • 1)
        • α) Επάνω σε, επάνω από κάπ. ή κ.:
          • έκατσεν απάνω της θαυμαστής μούλας (Μαχ. 4449
          • εποίησεν γέφυραν τερπνήν απάνω εις τον Ευφράτην (Διγ. Esc. 1660
          • εκφρ.
            • (1) επάνω εις εκατόν = εκατό τοις εκατό:
              • (Λίβ. π 735
            • (2) απάνω της θαλάσσου = διά θαλάσσης, μέσω θαλάσσης:
              • (Ασσίζ. 4628
        • β) (προκ. να δηλωθεί αυτό στο οποίο κάποιος ορκίζεται):
          • επάνω εις τα άγια (Ασσίζ. 19022
          • εις τ’ άστρα απάνω (Ζήν. Γ´ 215
          • επάνω εις τα … ευαγγέλια (Μαχ. 5183
          • απάνω εις την ψυχήν τους (Ασσίζ. 8116
        • γ) (μεταφ.) επικεφαλής:
          • εγώ ’μαι απάνω εις όλους σας (Σαχλ., Αφήγ. 830
          • φρ. είναι κάπ. ή κ. απάνω εις την κεφαλήν μου, στο κεφάλι μου = εκτιμώ, υπολήπτομαι κάπ. ή κ.:
            • (Βουστρ. 2609), (Ch. pop. 351).
      • 2) (Προκ. για προσθήκη ή εξαίρεση)
        • α) επιπλέον:
          • απάνω εις πρίκες πρίκα (Θυσ. 203
        • β) περισσότερο από:
          • έμεινεν ο ναός τότε χρόνους πολλούς έρημος επάνω των είκοσι (Χειλά, Χρον. 350
        • γ) ως β´ όρος σύγκρισης:
          • απάνω εις όλα τα χαρίσματα λαμπρότερον είναι το χάρισμα της σοφί(ας) (Πηγά, Περί σοφ. 6836
        • δ) εκτός:
          • επάνω της προικός έτερα χαρίσματα ουκ ολίγα (Σπανός A 446
          • έκφρ. απάνω εις όλα = προπαντός:
            • (Φαλιέρ., Λόγ. 161).
    • Β´ Με τους αδύνατους τύπους της προσωπ. αντων.
      • α) Σε χρ. αντί για απλή προσωπ. αντων.:
        • να ιδεί ο Κύριος απάνου σας και να κρίνει (Πεντ. Έξ. V 21
      • β) (σε χρ. αντί για την αυτοπαθή αντων.)·
        • φρ. κρατώ απάνω μου =
          • (α) συγκρατούμαι, αντέχω:
            • (Πανώρ. Γ´ 546
          • (β) υπερηφανεύομαι:
            • (Ερωτοπ. 101
      • γ) στα χέρια, στην κατοχή κάπ.:
        • βαστά απάνω του τα μαγικά (Κατά ζουράρη 143
      • δ) χαριστικό ή αντιχαριστικό
        • δ1) υπέρ κάπ., επ’ ονόματι κάπ.:
          • ποιήσαι διαθήκην επάνω τους παίδας (Ελλην. νόμ. 58418
        • δ2) σε βάρος κάπ.:
          • επάνω τίνος να ένι η ζημία (Ασσίζ. 32420
  • φρ. ας είναι επάνω μου αν … = ας τιμωρηθώ, ας υποστώ τις συνέπειες αν …:
    • (Σαχλ., Αφήγ. 213
    • δ3) εναντίον κάπ.:
      • απάνω σου επέσασιν αμέτρητα φουσσάτα (Θρ. Κων/π. B 15
  • φρ. βάνω χέριν απάνω = κακοποιώ:
    • (Μαχ. 4620
    • δ4) ως προτροπή για επίθεση:
      • «… επάνω τους· μηδέν τους εντραπούμεν» (Χρον. Μορ. H 5381).
  • Γ´ Αναφορ.
    • 1) Πάνω σε κ., σχετικά με κ.:
      • να ομοφρονήσουν επάνω της ρηθείσης κρίσεως (Ασσίζ. 9424).
    • 2) Έναντι κάπ. πράγματος:
      • επάνω ποινής κεφαλικής τιμωρίας (Δούκ. 39324).
  • Δ´ (Χρον.) κατά τη διάρκεια, την ώρα που …:
    • απάνω εις την αυτήν ταραχήν ενέβησαν μεσόν τους οι μοναχοί (Μαχ. 23010
    • εκφρ.
      • (1) απάνω στην ώρα, που, όντεν = την ώρα που, την ίδια στιγμή που:
        • (Βαρούχ. 8218), (Διήγ. ωραιότ. 348), (Φαλιέρ., Ιστ. 245
      • (2) απάνου εις μίαν στιγμήν = αμέσως:
        • (Συναδ. φ. 19ν
      • (3) απάνω σε (τόσες) ημέρες = μετά (τόσες) ημέρες:
        • (Αχιλλ. L 11).
  • [αρχ. επίρρ. επάνω. Οι τ. απάνου (11. αι., LBG, λ. απ‑) και πάνου και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. επάνου και σήμ. ποντ. Η λ. και οι τ. απάνω (11. αι., LBG, λ. απ‑) και πάνω και σήμ. κοιν.]

    [Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
    επανω- [epano] & πανω- [pano] & (λαϊκότρ.) απανω- [apano] (βλ. σημ. 3) : το επίρρ. επάνω ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· προσδίδει σε αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: 1. την έννοια του επάνω, που βρίσκεται επάνω: πανωσάγονο, πανωσέντονο. ANT κατω-. 2. την έννοια του εξωτερικός: ~καλήμαυχο, ~φόρι, πανωβελονιά. 3. (λαϊκότρ.) την έννοια του επιπλέον, πάνω από το κανονικό ή το κανονισμένο: απανωγόμι, πανωπροίκι.

    [μσν. επανω-, απανω- < αρχ. επίρρ. ἐπάνω, μσν. απάνω ως α' συνθ.: μσν. επανώ-φορος, απανω-φόριν `πανωφόρι΄· πανω-: αποβ. του αρχικού άτ. φων. κατά το απάνω > πάνω]

    [Λεξικό Κριαρά]
    επανωβάνω· απανωβάνω.
    • Προσθέτω:
      • να μην απανωβαλθεί τίποτες περισσότερο (Χριστ. διδασκ. 14).

    [<επίρρ. επάνω + βάνω. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. απ‑)]

    [Λεξικό Κριαρά]
    επανωβράκι το· απανωβράκι.
    • Βράκα·
      • (εδώ μεταφ.) ρούχο:
        • η μέθη είναι το καυκί, οπ’ έχει το φαρμάκι, όποιος την απόκτησε δεν έχει απανωβράκι (Ιστ. Βλαχ. 2094).

    [<επίρρ. επάνω + ουσ. βρακί. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ.]

    [Λεξικό Κριαρά]
    επανωγόμιον το· απανωγόμιν· απανωγόμιον.
    • Πρόσθετο φορτίο:
      • να βάλει εις τον γάδαρον άλλον απανωγόμιν (Διήγ. παιδ. 703).

    [<επίρρ. επάνω + ουσ. γόμος. Τ. απανωγόμι και σήμ. ιδιωμ.]

    [Λεξικό Κριαρά]
    επανώγραμμα το· απανώγραμμα.
    • Επιγραφή:
      • (Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Λουκ. κ´ 24).

    [<επίρρ. επάνω + ουσ. γράμμα. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ.]

    [Λεξικό Κριαρά]
    επανωγραμμένος, μτχ. επίθ.· απανωγραμμένος.
    • Που έχει γραφεί παραπάνω:
      • Θωρώ πολλούς και πεθυμού … να μάθουν τις εκόπιασεν εις τ’ απανωγραμμένα (Ερωτόκρ. Ε´ 1540).

    [<επίρρ. επάνω + μτχ. παρκ. του γράφω. Ο τ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]

    [Λεξικό Κριαρά]
    επανωγραφή η· απανωγραφή.
    • Επιγραφή επιστολής:
      • Απανωγραφή … Του ευγενεστάτου … κόντου Μερκουρίου δοθήτω (Κορων., Μπούας 149).

    [<επίρρ. επάνω + ουσ. γραφή. Ο τ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. απ‑). Η λ. το 13. αι. (LBG) και στο Du Cange]

    [Λεξικό Κριαρά]
    επάνωθεν, επίρρ.· απάνωθεν· απανωθέν· επάνωθε.
    • 1) Αποπάνω:
      • (Φλώρ. 1595).
    • 2) Επάνω:
      • (Αχιλλ. N 100).
    • 3) Πιο πάνω, (πιο) ψηλά:
      • επάνωθεν του αγκώνος (Διγ. Άνδρ. 38217).
    • 4) (Μεταφ.) επικεφαλής:
      • απάνωθεν όλων των μεγιστάνων (Απολλών. 206).

    [αρχ. επάνωθε(ν)]

    < Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
    Μετάβαση στη σελίδα:Βρες