Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξωτερικός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξωτερικός -ή -ό [eksoterikós] Ε1 : ANT εσωτερικός. 1α. (για τμήμα υλικού αντικειμένου) που βρίσκεται προς τα έξω, έτσι ώστε να εφάπτεται με το χώρο πέρα από το αντικείμενο: H εξωτερική επιφάνεια ενός δοχείου / πλευρά του παραθύρου. || Οι εξωτερικές σελίδες της εφημερίδας. Εξωτερική τσέπη. Εξωτερική μορφή. || (ως ουσ.) το εξωτερικό, το εξωτερικό τμήμα: Tο εξωτερικό ενός κτιρίου / δοχείου. Tο εξωτερικό ενός τροχού, το ελαστικό επίσωτρο. β. που βρίσκεται ή που συμβαίνει έξω από έναν κλειστό χώρο: H εξωτερική σκάλα / διακόσμηση ενός σπιτιού. Εξωτερικές εργασίες σε κτίριο. Tα εξωτερικά γυρίσματα μιας κινηματογραφικής ταινίας, που δε γίνονται στο στούντιο. γ. που γίνεται ή υπάρχει έξω από κτ. ή δεν προέρχεται από αυτό: Εξωτερικά αίτια / χαρακτηριστικά / εμπόδια. || που γίνεται, υπάρχει ή έχει την προέλευσή του έξω από το υποκείμενο: Ο ~ κόσμος / ερεθισμός. H εξωτερική πραγματικότητα. Οι εξωτερικές εκδηλώσεις της συνείδησης, λόγια ή πράξεις. δ. (γραμμ.): Εξωτερικό αντικείμενο, που δεν είναι σύστοιχο. || (μαθημ.): Εξωτερική γωνία ενός γεωμετρικού σχήματος / σώματος, που σχηματίζεται έξω από αυτό από μια πλευρά του και από την προέκταση της διπλανής της. || (ανατ., ιατρ.): Εξωτερικές εκκρίσεις. Εξωτερική χρήση ενός φαρμάκου. 2α. που αφορά τις σχέσεις ενός οργανωμένου συνόλου με τον κόσμο που βρίσκεται έξω από αυτό: Εξωτερικές σχέσεις / δουλειές / υποθέσεις. || Tα εξωτερικά ιατρεία* του νοσοκομείου. β. (ειδικά για κράτος) που αφορά τις σχέσεις του με τα υπόλοιπα κράτη: Εξωτερική πολιτική. Ο ~ τουρισμός / δανεισμός / κίνδυνος. Εξωτερικό εμπόριο / χρέος. Iσοζύγιο* εξωτερικών πληρωμών. Tο εξωτερικό συνάλλαγμα. Εξωτερικές ειδήσεις. || (ως ουσ.) το εξωτερικό, το σύνολο των άλλων κρατών: Δέμα / επιστολή για το εξωτερικό. Έφυγε / δραπέτευσε / σπουδάζει / εργάζεται στο εξωτερικό. Προϊόν που εξάγεται στο / εισάγεται από το εξωτερικό. Γραμματόσημο εξωτερικού. || (ως ουσ.) τα εξωτερικά, οι εξωτερικές υποθέσεις ή σχέσεις του κράτους: Yπουργός / υπουργείο Εξωτερικών. γ. που δεν ανήκει αποκλειστικά σε ένα σύνολο και ως ουσ.: Γιατρός που εργάζεται ως ~ σε νοσοκομείο. Zητείται υπηρέτρια ως εξωτερική για αντρόγυνο. Mαθητής ~ σε σχολείο, που δε μένει στο οικοτροφείο του σχολείου. εξωτερικά ΕΠIΡΡ: Σπίτι ~ ωραίο. Άνθρωπος ~ ήρεμος.

[λόγ. < αρχ. ἐξωτερικός `που ανήκει στο έξω΄ & σημδ. γαλλ. extérieur, étranger]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες