Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξορίζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξορίζω [eksorízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.επιβάλλω εξορία σε κπ.: Οι Aθηναίοι θεώρησαν το Mιλτιάδη υπεύθυνο της ήττας και τον εξόρισαν. ~ κπ. μέσα στα όρια της χώρας, τον εκτοπίζω: Οι αντίπαλοι της δικτατορίας φυλακίζονταν ή εξορίζονταν. 2. (μτφ.) α. υποχρεώνω κπ. να ζήσει σε πολύ απομακρυσμένο μέρος: Yπάλληλος που από την Aθήνα τον εξόρισαν στη Θράκη. β. (για πργ.) απομακρύνω ή καταργώ: Θα εξορίζουμε τις ξένες λέξεις από τη γλώσσα μας;

[λόγ. < αρχ. ἐξορίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
εξορίζω· εξουρίζω· ’ξορίζω· ’ξουρίζω.
  • I. Ενεργ.
    • 1) Εξορίζω:
      • (Ασσίζ. 3417).
    • 2)
      • α) Διώχνω, απομακρύνω:
        • (Φορτουν. Γ´ 282
        • (μεταφ.):
          • το κακόν μου ’ξορίζω ’πού ’ξαυτόν μου (Κυπρ. ερωτ. 9223
      • β) (προκ. για εχθρό) απωθώ:
        • τα μπράτσα μου όλους να τσι ’ξορίσου (Φορτουν. Δ´ 172
      • γ) στερώ:
        • μας εξόρισες την τεχνικήν γνώσιν των γραμμάτων (Χίκα, Μονωδ. 90).
    • 3) (Προκ. για άνεμο) παρασύρω:
      • Επαίρνει και εξορίζει τον στο πέλαγος απέσω (Ιμπ. 559).
    • 4) Στέλνω:
      • Επήγεν … εις κάποιον ταξίδι, σ’ εκείνο που τον ’ξόρισαν (Διγ. Z 258).
  • II. (Μέσ.) ξενιτεύομαι:
    • θα πα να ’ξοριστείς αποδεπά (Πανώρ. Α´ 58).
  • Η μτχ. παρκ. ως ουσ. = εξόριστος:
    • νά ’ρθου κι οι ’ξορισμένοι κι απού την εξορία τως να ’ν’ ελευθερωμένοι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 39213).
  • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = (προκ. για τόπο) απομακρυσμένος, έρημος:
    • (Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Β´ 132).

[αρχ. εξορίζω. Ο τ. ’ξο‑ και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες