Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- εξομολόγησις ‑ση η· ξομολόγηση.
-
- Εξομολόγηση:
- Αρχίνισε να της ειπεί … την ξομολόγησήν του (Ιμπ. (Legr.) 534).
[μτγν. ουσ. εξομολόγησις. Η λ. (‑ση) και ο τ. και σήμ.]
- Εξομολόγηση: