Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξισωτής
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
εξισωτής ο.
  • Ανώτατος κρατικός υπάλληλος με οικονομική δικαιοδοσία, ελεγκτής, εκτιμητής:
    • οι του αρχηγού και της αρχής εξισωταί (Δούκ. 1797).

[<εξισώ + κατάλ. τής. Η λ. τον 4. αι. (Lampe)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες