Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- εξανάστασις η.
-
- α) Ανόρθωση·
- (εδώ μεταφ.) σωτηρία:
- Ο θάνατός σου … εξανάστασις σαφώς πάντων των πεπτωκότων (Διακρούσ., Πένθος 170)·
- (εδώ μεταφ.) σωτηρία:
- β) ανάσταση:
- νεκρών γαρ εξανάστασις (Απολλών. 815).
[αρχ. ουσ. εξανάστασις]
- α) Ανόρθωση·