Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξακοντίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξακοντίζω [eksakondízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.πετώ, ρίχνω κτ. μακριά και με ορμή· εκσφενδονίζω. 2. (μτφ. για κατηγορία, βρισιά, απειλή κτλ.) απευθύνω δημοσίως εναντίον κάποιου· εκτοξεύω.

[λόγ. < αρχ. ἐξακοντίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες