Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξέρχομαι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξέρχομαι [eksérxome] Ρ αόρ. εξήλθα, απαρέμφ. εξέλθει : (λόγ.) 1. βγαί νω έξω από κάποιο χώρο. ANT εισέρχομαι: Ο πρωθυπουργός εξήλθε εκνευρισμένος από την αίθουσα του υπουργικού συμβουλίου. 2. (μπε.) α. Tα εξερχόμενα έγγραφα και ως ουσ. τα εξερχόμενα, έγγραφα που εκδίδει μια υπηρεσία και παραδίδει σε άλλους σε αντιδιαστολή προς εκείνα που παραλαμβάνει και τα καταχωρίζει στο πρωτόκολλό της. ANT εισερχόμενα. β. ΦΡ όχι τα εισερχόμενα αλλά τα εξερχόμενα, σημαντικό είναι όχι το τι τρώει κανείς, αν δηλαδή τηρεί τη νηστεία, αλλά το τι λέει και γενικά πώς συμπεριφέρεται.

[λόγ. < αρχ. ἐξέρχομαι (2α: μτφρδ. αγγλ. outgoing mail)]

[Λεξικό Κριαρά]
εξέρχομαι· ’ξέρχομαι.
  • 1)
    • α) Βγαίνω:
      • (Βυζ. Ιλιάδ. 78
    • β) φρ. εξέρχεται η ψυχή κάπ. = πεθαίνει κάπ.:
      • (Διγ. Z 423
    • γ) (προκ. για αίμα ή δάκρυα) βγαίνω, τρέχω:
      • (Μάρκ., Βουλκ. 3494).
  • 2)
    • α) Φεύγω, αναχωρώ:
      • (Βυζ. Ιλιάδ. 699
    • β) φρ. εξέρχομαι εκ του βίου = πεθαίνω:
      • (Φυσιολ. (Zur.) III 211
    • γ) κατευθύνομαι:
      • Η κόρη … στους αδελφούς εξήλθε (Διγ. Z 1024).
  • 3) Αποχωρώ (από αξίωμα):
    • Παρεκάλουν δε αυτόν … μη εξελθείν εκ του πατριαρχικού θρόνου (Έκθ. χρον. 319).
  • 4)
    • α) Προέρχομαι:
      • το έτερον ήμισυ (ενν. της δωρεάς) στρέφεται όθεν εξήλθεν (Ελλην. νόμ. 5294
    • β) πηγάζω:
      • Χάριτες εξέρχονται απ’ αύτην (Βέλθ. 711
    • γ) φρ. τα εκ της θαλάσσης εξερχόμενα = τα θαλασσινά προϊόντα:
      • (Ωροσκ. 4029).
  • 5) Διεξέρχομαι, περιγράφω:
    • πολυτελείς οι μίσσοι, ούς κατά μέρος εξελθείν ουκ εξαρκέσει λόγος (Καλλίμ. 359).
  • 6) Αντεπεξέρχομαι:
    • εάν εκείνος ουδέν τον πλερώσει, ού μη εξέλθει παντώς, ο σκλάβος αμαχέψειν του άχρι να πλερωθεί (Ασσίζ. 40122).

[αρχ. εξέρχομαι. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες