Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξάρθρωση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξάρθρωση η [eksárθrosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξαρθρώνω. 1. καταστροφή των συνεκτικών δεσμών ενός οργανωμένου συνόλου, διάλυση: ~ του κρατικού μηχανισμού / μιας τρομοκρατικής οργάνωσης / μιας σπείρας. 2. εξάρθρημα, βγάλσιμο: ~ της ωμοπλάτης.

[λόγ. < ελνστ. ἐξάρθρω(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες