Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ενόργανος -η -ο [enórγanos] Ε5 : 1.που εκτελείται αποκλειστικά με όργανα. α. Ενόργανη μουσική / σύνθεση / συναυλία, κατά την οποία ακούγονται μόνο μουσικά όργανα και καθόλου φωνές. || Ενόργανο μέρος μιας παρτιτούρας, που αφορά αποκλειστικά τα όργανα, την ορχήστρα. β. Ενόργανη γυμναστική, που γίνεται με όργανα. 2. (παρωχ.) αντί του οργανικός.
[λόγ. εν- όργαν(ον) -ος μτφρδ. γαλλ. instrumental]