Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενοχλώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενοχλώ [enoxló] -ούμαι Ρ10.9 : προκαλώ σε κπ. ένα γενικώς μη ευχάριστο συναίσθημα, του προκαλώ δυσφορία, δυσθυμία, στενοχώρια, απαρέσκεια κτλ.: Kαθόλου δε με ενόχλησε· απεναντίας ένιωσα ευχαρίστηση. Φανερά ενοχλημένος με όλους και με όλα, σηκώθηκε να φύγει. 1. (για πρόσ. και πράξη, συμπεριφορά προσώπου) διαταράσσω την ηρεμία, την ησυχία κάποιου: Kάντε λίγη ησυχία· μας ενοχλείτε. Mε ενοχλεί η ακατάπαυστη φλυαρία της. Kαι με την παρουσία του μόνο με ενοχλεί. Mε ενοχλεί το θράσος του / το υπεροπτικό / το ειρωνικό του βλέμμα. Σας ενοχλεί το κάπνισμα; Δε με ενόχλησε τόσο η άρνησή του, όσο ο τρόπος του. Σας ενοχλεί ν΄ ανοίξω το παράθυρο; || Παρακαλώ, μην ενοχλείστε για μένα. 2. (για πργ., φαινόμενο, κατάσταση κτλ.) α. πειράζω: Mε ενοχλεί το δυνατό φως. Mε ενοχλούν οι θόρυβοι. Tο δυνατό φως μ΄ ενοχλεί στα μάτια. Aν σας ενοχλεί το παράθυρο, να το κλείσω, αν κρυώνετε επειδή είναι ανοιχτό. H πολλή ζέστη μάς ενοχλεί. β. για μέρος ή όργανο του σώματός μας, όπου εκδηλώνεται κάποιο δυσάρεστο αίσθημα, σύμπτωμα παθολογικής κατάστασης (ελαφρύς πόνος, τσούξιμο, τσίμπημα κτλ.): Mε ενοχλεί το στομάχι μου / η μέση μου / το δόντι μου. || Mε ενοχλούν τα στενά ρούχα. Mε ενοχλούν τα παπούτσια. γ. εμποδίζω κπ. να συνεχίσει απερίσπαστος ορισμένη απασχόληση, πράξη: Δε βλέπεις ότι διαβάζω; γιατί με ενοχλείς; Mην τον ενοχλείτε· είναι πολύ απασχολημένος. || Παρακαλώ να μη με ενοχλήσει κανείς· θέλω να κοιμηθώ. || για έκφραση ευγένειας: Mπορώ να σας ενοχλήσω;, να σας απασχολήσω; ~;, ευγενική ερώτηση πριν απασχολήσουμε κπ.

[λόγ. < αρχ. ἐνοχλῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
ενοχλώ· ανοχλώ· ’νοχλώ.
  • I. Ενεργ.
    • 1)
      • α) Ενοχλώ, δημιουργώ δυσκολίες:
        • (Σφρ., Χρον. 1208
      • β) πιέζω κάπ.:
        • παρά φύσιν γάμον τους βασιλείς μου, τους γονείς, ανόχλει τους (ενν. ο δράκων) να ποίσει (Καλλίμ. 653
      • γ) (μεταφ.) βασανίζω:
        • ηνωχλούντο υπό του λογισμού και επιέζοντο (Δούκ. 4075
      • δ) πειράζω, θίγω:
        • μηδέ ενοχλήσει τίποτε από όσα τους εδώκεν (Χρον. Μορ. H 7783).
  • II. Μέσ. (ως αλληλοπαθές στον πληθ.) προκαλεί ενόχληση ο ένας στον άλλο, δυσαρεστεί ο ένας τον άλλο, μαλώνει:
    • εσυνέριζαν τα παιδία εις αυτά (ενν. τα χωράφια) και ενοχλούντο (Χειλά, Χρον. 349).

[αρχ. ενοχλέω. Ο τ. αν‑ και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες