Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενθέτω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενθέτω [enθéto] Ρ : (λόγ.) θέτω, τοποθετώ κτ. μέσα ή ανάμεσα σε άλλα· (πρβ. εμφυτεύω, παρεμβάλλω).

[λόγ. < μσν. ενθέτω < αρχ. ἐντίθημι μεταπλ. κατά το τίθημι > θέτω]

[Λεξικό Κριαρά]
ενθέτω.
  • Τοποθετώ μέσα σε κ.:
    • αντί καρπών δε τεχνικώς ενέθηκεν (ενν. ο τεχνίτης) τους λίθους (Καλλίμ. 318).

[<αρχ. εντίθημι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες