Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενεδρεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενεδρεύω [eneδrévo] Ρ5.1α : 1.κρύβομαι κάπου και περιμένω να περάσει ο εχθρός, για να του επιτεθώ αιφνιδιαστικά· στήνω καρτέρι, παραμονεύω: Πίσω από τα δέντρα ενεδρεύουν στρατιώτες του εχθρού, έχουν στήσει ενέδρα. 2. περιμένω την κατάλληλη στιγμή για να ενεργήσω εναντίον κάποιου· παραμονεύω, ελλοχεύω, καραδοκώ. || (μτφ.): Ενεδρεύει ο κίνδυνος να γίνει κτ., κρύβεται απειλητικός ο κίνδυνος να γίνει κτ.

[λόγ. < αρχ. ἐνεδρεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες