Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενδεής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενδεής -ής -ές [enδeís] Ε10 : (λόγ.) που στερείται τα αναγκαία· φτωχός, άπορος.

[λόγ. < αρχ. ἐνδεής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες