Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενασκώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενασκώ [enaskó] -ούμαι Ρ10.9 : (λόγ.) ασκώ. || κάνω χρήση (δικαιώματος κτλ.).

[λόγ. < ελνστ. ἐνασκῶ `εξασκώ΄ σημδ. γαλλ. exercer]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες