Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εναποψύχω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
εναποψύχω.
  • Ξεψυχώ:
    • εν αποπληξίᾳ δεινῄ περιπεσών … εναπέψυξεν (Σφρ., Χρον. 9013).

[αρχ. εναποψύχω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες