Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εναποθέτω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εναποθέτω [enapoθéto] -ομαι, εναποτίθεμαι [enapotíθeme] Ρ αόρ. εναπέθεσα και εναπόθεσα, απαρέμφ. εναποθέσει, παθ. εναποτίθεμαι, εναποτίθεσαι, εναποτίθεται, εναποτιθέμεθα, εναποτίθεστε, εναποτίθενται, και (προφ.) εναποθέτομαι, αόρ. εναποτέθηκα, απαρέμφ. εναποτεθεί : α. (συνήθ. παθ.) συγκεντρώνομαι κάπου ως αποτέλεσμα μετακίνησης, ροής κτλ.: H λάσπη που εναποτίθεται στις όχθες του ποταμού. || Ένα μέρος της εισπνεόμενης σκόνης εναποτίθεται στους βρόγχους. β. αναμένω από άλλον την εκπλήρωση προσδοκίας ή ελπίδας μου, εγκαταλείποντας κάθε προσωπική προσπάθεια: ~ τις ελπίδες μου στο Θεό, στηρίζω τις ελπίδες μου σ΄ αυτόν, ελπίζω μόνο σ΄ αυτόν. ~ τις προσδοκίες μου στην τύχη. Στην ευσπλαχνία Σου, Θεέ μου, εναποθέτουμε τη σωτηρία της ψυχής μας. || H τήρηση των όρων της συμφωνίας εναποτίθεται στην καλή πίστη των συμβαλλομένων.

[λόγ. < ελνστ. ἐναποτίθημι `αποθηκεύω΄ μεταπλ. κατά το τίθημι > θέτω, σημδ.: α: γαλλ. déposer· β: γαλλ. se reposer· λόγ. < ελνστ. ἐναποτίθεμαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες