Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εμφαίνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εμφαίνω [emféno] -ομαι Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) εκθέτω κτ. για να γίνει φανερό, το παρουσιάζω, το δείχνω, το φανερώνω. || (έκφρ.) εμφαίνεται ότι…, γίνεται φανερό, φαίνεται, προκύπτει.

[λόγ. < αρχ. ἐμφαίνω]

[Λεξικό Κριαρά]
εμφαίνω.
  • I. Ενεργ.
    • Α´ Μτβ.
      • 1) Παρουσιάζω, αποκαλύπτω:
        • (Διγ. Z 3501
        • φρ. εμφαίνω λόγους = ομιλώ:
          • (Βέλθ. 135).
      • 2) (Προκ. για φως) εκπέμπω:
        • Λίθος … τίμιος, φως εμφαίνων (Βίος Αλ. 5634).
      • 3) Σχηματίζω:
        • ύδατος … έκχυσις βραχυτάτην εμφαίνουσα λίμνην (Διγ. Gr. 2909).
    • Β´ Αμτβ.
      • 1) Εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι, φαίνομαι:
        • ενέφανεν και το κάτεργον (Μαχ. 1241).
      • 2) Φαίνομαι όμοιος με κ., μοιάζω:
        • ύδωρ εμφαίνειν πεπηγός (Διγ. Z 3913).
  • II. (Μέσ.) εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι:
    • ενεφάνη ο Λίμπονας … εις τον ευνούχον (Λίμπον. 273).

[αρχ. εμφαίνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες