Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εμπνέω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εμπνέω [embnéo] -ομαι Ρ αόρ. ενέπνευσα, απαρέμφ. εμπνεύσει, παθ. αόρ. εμπνεύστηκα, απαρέμφ. εμπνευστεί, μππ. εμπνευσμένος : 1.βάζω στη συνείδηση κάποιου ένα συναίσθημα, μια σκέψη, ιδέα, κτλ.: H παρουσία του ενέπνευσε θάρρος και πίστη στους στρατιώτες. Ο δάσκαλός τους τους είχε εμπνεύσει την αγάπη και το ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία. Tο ύφος του δε μου εμπνέει καμία εμπιστοσύνη. 2. προκαλώ ψυχική και διανοητική ευφορία: H θέα του τοπίου με εμπνέει. 3. προκαλώ τη σύλληψη μιας ιδέας για καλλιτεχνική ή ποιητική δημιουργία: Tο γεγονός συντάραξε την ευαίσθητη ψυχή του και του ενέπνευσε τη βασική ιδέα του ποιήματος. || (συνήθ. παθ.) συλλαμβάνω ξαφνικά και χωρίς παρεμβολή της βούλησής μου μιαν ιδέα, συνήθ. για καλλιτεχνική ή ποιητική δημιουργία: Εμπνεύστηκε το θέμα του πίνακά του από ένα στίχο του ποιητή. 4. (μππ.) α. (για πρόσ.) που έχει μια φυσική παρόρμηση και πάθος για δημιουργία και γι΄ αυτό μπορεί να συγκινεί και να ενθουσιάζει άλλους. β. (για ιδέα, έργο κτλ.) γεννημένος, δημιουργημένος από μιαν υψηλή έμπνευση και γι΄ αυτό ικανός να εμπνέει συγκίνηση, ενθουσιασμό κτλ.: Εμπνευσμένος λόγος. Εμπνευσμένη ομιλία.

[λόγ. < αρχ. ἐμπνέω `φυσώ μέσα (και μτφ. για συναίσθημα)΄ & κατά τις σημ. της λ. έμπνευση]

[Λεξικό Κριαρά]
εμπνέω.
  • Εμπνέω:
    • (Χριστ. διδασκ. 387).

[αρχ. εμπνέω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες