Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ελώδης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ελώδης -ης -ες [elóδis] Ε11 : α.(για τόπο) που έχει έλη, που καλύπτεται, που είναι γεμάτος από έλη· βαλτώδης: Ελώδεις εκτάσεις / περιοχές. ~ χώρα. Ελώδες έδαφος. β. αντί του ελογενής: Ελώδες αέριο. ~ πυρετός.

[λόγ. < αρχ. ἑλώδης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες