Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκψύχω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
εκψύχω.
  • Ξεψυχώ:
    • πίπτει ο κύνας εις την γην, εξέψυξεν, εψύγην (Φλώρ. 386).

[αρχ. εκψύχω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες