Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκτινάσσω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκτινάσσω [ektináso] -ομαι Ρ2.2 : α. ρίχνω, πετώ κτ. ή κπ. προς τα έξω ή μακριά και με δύναμη: H σύγκρουση ήταν τόσο βίαιη, ώστε ο οδηγός εκτινάχτηκε έξω από το αυτοκίνητο. || Εκτινασσόμενο κάθισμα, κάθισμα με ειδικό μηχανισμό που τινάζεται έξω από το αεροπλάνο μαζί με τον πιλότο σε περίπτωση κινδύνου. β. (μτφ.) για ποσά, τιμές κτλ. που αυξάνονται απότομα και πάρα πολύ: H αύξηση στα καύσιμα εκτίναξε τον πληθωρισμό στο 8%. Ο τιμάριθμος εκτινάχτηκε από το δέκα στο είκοσι τοις εκατό.

[λόγ. < ελνστ. ἐκτινάσσω, αρχ. σημ.: `ψάχνω προσεχτικά΄]

[Λεξικό Κριαρά]
εκτινάσσω· εκτινάζω.
  • Α´ Μτβ.
    • 1) Τινάζω, κουνώ:
      • (Διγ. Α 1454), (Ορνεοσ. 55913).
    • 2)
      • α) Απομακρύνω, απωθώ, αποκρούω:
        • ο αμιράς πολλάκις μηνύσας αυτῴ ίνα αυτούς … εκποδών εκτινάξῃ (Ψευδο-Σφρ. 19617· Αχιλλ. N 1462
      • β) αντικρούω:
        • τας πιθανολογίας και φληναφίας … ως ιστόν αράχνης ο Παλαμάς εξετίναξε (Ψευδο-Σφρ. 18211).
    • 3) Εξαλείφω:
      • (Ιερακοσ. 38919).
  • Β´ (Αμτβ.) τρέμω:
    • (Ορνεοσ. 5269).

[αρχ. εκτινάσσω. Η λ. και σήμ. λόγ. Βλ. και ξετινάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες