Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκποίηση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκποίηση η [ekpíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εκποιώ· πώληση πράγματος σε χαμηλή τιμή· (πρβ. ξεπούλημα): Εκούσια / καταναγκαστική ~. ~ εμπορευμάτων / περιουσίας. ~ με πλειστηριασμό.

[λόγ. < αρχ. ἐκποίη(σις) `βγάλσιμο έξω, παράδοση παιδιού για υιοθεσία΄ -ση κατά τη σημ. της λ. εκποιώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες