Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκπλήρωσις
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
εκπλήρωσις η.
  • 1) Εκπλήρωση:
    • πάντα θέλω τα έξειν έτοιμα εις εκπλήρωσιν της αποδοχής σου (Σφρ., Χρον. 5822).
  • 2) Καταπράυνση:
    • εκπλήρωσιν του πόνου (Λίβ. P 2280).

[μτγν. ουσ. εκπλήρωσις. Η λ. και σήμ. (η)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες