Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκμυστήρευση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκμυστήρευση η [ekmistírefsi] Ο33 : εμπιστευτική αποκάλυψη προσωπικού μυστικού: Δεν είναι ώρα για εκμυστηρεύσεις. Kάνω εκμυστηρεύσεις, εκμυστηρεύομαι.

[λόγ. εκμυστηρεύ(ομαι) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες