Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκθειάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκθειάζω [ekθiázo] -ομαι Ρ2.1 : επαινώ κπ. ή κτ., μιλώντας με ενθουσιασμό, με θέρμη και θαυμασμό· εγκωμιάζω, εξαίρω: ~ τις αρετές / τις ικανότητες / την εντιμότητα κάποιου. ~ ένα βιβλίο / ένα έργο. ~ ένα πρόσωπο για τις αρετές του / για το ταλέντο του. ~ την τέχνη / την εργατικότητα / την ευφυΐα κάποιου. ~ τη συνεισφορά / το έργο κάποιου. Δεν είναι και τόσο επιδέξιος όσο τον εκθειάζεις. Είχαμε βαρεθεί να την ακούμε να εκθειάζει τη μεγαλοφυΐα του γιου της.

[λόγ. < ελνστ. ἐκθειάζω `λατρεύω σαν θεό΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες