Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκδίκηση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκδίκηση η [ekδíkisi] Ο33 : ανταπόδοση κακού (βλάβης, αδικίας, προσβολής κτλ.) από μίσος, μνησικακία κτλ.· τιμωρία αδικήματος για ικανοποίηση μίσους: Zητώ / θέλω ~. Παίρνω ~, εκδικούμαι: Πρέπει να πάρου με ~ για την ατιμία που έγινε σε βάρος μας. Διψώ για ~. Mανία / πράξη εκδίκησης. Aκόμη και ως πράξη ατομικής δικαιοσύνης, η ~ είναι κοινωνικά ολέθρια, γιατί διαιωνίζει το μίσος. Οι νεκροί ζητούν ~. Λένε ότι η ~ είναι ένα φαγητό που τρώγεται κρύο. Άγρια ~. ~ ήττας, ρεβάνς. ~ φόνου συγγενούς με φόνο, βεντέτα.

[λόγ. < ελνστ. ἐκδίκη(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες