Παράλληλη αναζήτηση
24 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εκατοντα- [ekatonda] & εκατοντά- [ekatondá], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & εκατοντ- [ekatond] ή εκατόντ- [ekatónd], σε παλαιότερη σύνθεση όταν το β' συνθετικό άρχιζε από [a] : α' συνθετικό σε σύνθετα συνήθ. επίθετα και τα παράγωγά τους· (πρβ. εκατο-)· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο: 1. έχει εκατό από τα στοιχεία που εκφράζει το β' συνθετικό: εκατοντάβαθμος, εκατοντάφυλλος· εκατοντάδραχμο, εκατοντάφυλλο· εκατονταρχία· εκατόνταρχος. 2. διαρκεί επί εκατό συνεχείς χρονικές μονάδες (που εκφράζονται από το β' συνθετικό): ~ετής, ~ετία. 3. γίνεται ή επαναλαμβάνεται εκατό φορές: ~πλάσιος· ~πλασιάζω.
[λόγ. < αρχ. ἑκατοντ(α)- θ. του αριθμτ. ἑκατόν (αναλ. προς το τριάκοντα) ως α' συνθ.: αρχ. ἑκατοντα-έτης `που είναι εκατό χρονών΄, ἑκατοντ-άρχης, ελνστ. ἑκατοντα-πλάσιος]
- εκατοντάβαθμος -η -ο [ekatondávaθmos] Ε5 : που τον έχουν υποδιαιρέσει σε εκατό βαθμούς ή σε εκατό βαθμίδες: Εκατοντάβαθμη κλίμακα.
[λόγ. εκατοντα- + βαθμ(ός) -ος μτφρδ. γαλλ. (échelle) centigrade]
- εκατοντάδα η [ekatondáδa] Ο26 αριθμτ. περιλ. : εκατό ομοειδή πρόσωπα ή πράγματα που αποτελούν ένα σύνολο: Φύλλα χαρτιού συσκευασμένα σε εκατοντάδες, σε δεσμίδες των εκατό. || Δέκα δεκάδες απαρτίζουν μία ~. Σε έναν αριθμό το τρίτο από τα δεξιά ψηφίο δηλώνει τις εκατοντάδες. || (πληθ.) για πολύ μεγάλο αριθμό: Εκατοντάδες άνθρωποι. Εκατοντάδες χιλιάδες μυρμήγκια. Σ΄ το έχω πει εκατοντάδες φορές, πολλές, άπειρες.
[λόγ. < αρχ. ἑκατοντάς, αιτ. -άδα `ο αριθμός εκατό΄]
- εκατοντάδα η,
- βλ. εκατοντάς.
- εκατοντάδραχμος -η -ο [ekatondáδraxmos] Ε5 : για νόμισμα που αντιπροσωπεύει αξία εκατό δραχμών: Εκατοντάδραχμο χαρτονόμισμα. || (συνήθ. ως ουσ.) το εκατοντάδραχμο, κατοστάρικο.
[λόγ. < ελνστ. ἑκατοντάδραχμος `που ζυγίζει εκατό δραχμές΄ κατά την αλλ. της σημ. της λ. δραχμή]
- εκατονταετηρίδα η [ekatondaetiríδa] Ο26 : 1. η ημέρα κατά την οποία συμπληρώνονται εκατό έτη από σημαντικό γεγονός· εκατοστή επέτειος: Ο εορτασμός της πρώτης εκατονταετηρίδας της ελληνικής επανάστασης. 2. αντί του εκατονταετία1.
[λόγ. < αρχ. ἑκατονταετηρίς, αιτ. -ίδα `εκατονταετία΄]
- εκατονταετής -ής -ές [ekatondaetís] Ο10 : α. που έχει διάρκεια εκατό ετών: ~ πόλεμος. β. που έχει ηλικία εκατό ετών· εκατοντάχρονος: ~ γέρος.
[λόγ. εκατοντα- + -ετής (πρβ. ελνστ. ἑκατονταέτης `που είναι εκατό χρονών΄)]
- εκατονταετία η [ekatondaetía] Ο25 : 1. χρονική περίοδος εκατό ετών: Tα εθνικά μας σύνορα οριστικοποιήθηκαν ύστερα από αγώνες μιας ολόκληρης εκατονταετίας. || αιώνας: H τελευταία ~ της πρώτης μ.X. χιλιετίας. 2. αντί του εκατονταετηρίδα1.
[λόγ. < ελνστ. ἑκατονταετία]
- εκατοντάκις [ekatondákis] επίρρ. : (λόγ.) εκατό φορές ή αόριστα πάρα πολλές φορές: Kαι δεκάκις και ~ του το εξήγησα, αλλά δεν καταλαβαίνει.
[λόγ. < ελνστ. ἑκατοντάκις]
- εκατονταπλασιάζω [ekatondaplasiázo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω κτ. να γίνει περισσότερο ή μεγαλύτερο κατά εκατό φορές, το πολλαπλασιάζω με το εκατό.
[λόγ. εκατονταπλάσι(ος) -άζω]