Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκατοντάς
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
εκατοντάς η· εκατοντάδα.
  • 1) Εκατοντάδα, σύνολο εκατό ίδιων πραγμάτων:
    • (Ασσίζ. 29619).
  • 2) Αιώνας, εκατονταετία:
    • εις τες απερασμένες εκατοντάδες (Ρωσσέρ. 56).

[αρχ. ουσ. εκατοντάς. Ο τ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες