Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εισηγούμαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εισηγούμαι [isiγúme] Ρ10.9β : παρουσιάζω και αναπτύσσω σε άλλους (συνήθ. στη διάρκεια μιας συζήτησης, σύσκεψης κτλ.) πρόταση, γνώμη κτλ. και τους ζητώ να την αποδεχτούν ή να την εγκρίνουν· προτείνω: Εισηγήθηκε την απόρριψη της πρότασής τους. Θα εισηγηθώ στο συμβούλιο να αποδεχτεί το αίτημά σας. || κάνω εισήγηση: Θα εισηγηθώ υπέρ της πρότασής σας.

[λόγ. < αρχ. εἰσηγοῦμαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες