Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εισέρχομαι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εισέρχομαι [isérxome] Ρ αόρ. εισήλθα, απαρέμφ. εισέλθει : (λόγ.) 1. μπαί νω μέσα σε χώρο. ANT εξέρχομαι: H αμαξοστοιχία θα εισέλθει στο σταθμό από την τρίτη γραμμή. H πομπή των επισήμων εισήλθε στην πόλη από την ανατολική πύλη. 2. γίνομαι δεκτός στο χώρο μιας οργανωμένης δραστηριότητας: ~ σε μια (δημόσια) υπηρεσία, γίνομαι μέλος της, υπάλληλός της: Εισήλθε στο δικαστικό σώμα. ~ σε εκπαιδευτικό ίδρυμα, εγγράφομαι ως σπουδαστής, εισάγομαι, μπαίνω. 3. (μπε.) α. Tα εισερχόμενα έγγραφα και ως ουσ. τα εισερχόμενα, έγγραφα που παραλαμβάνει μια υπηρεσία και τα καταχωρίζει στο πρωτόκολλό της, σε αντιδιαστολή προς εκείνα που εκδίδει και παραδίδει σε άλλους. ANT εξερχόμενα. β. ΦΡ όχι τα εισερχόμενα αλλά τα εξερχόμενα*.

[λόγ. < αρχ. εἰσέρχομαι (3α: μτφρδ. αγγλ. incoming mail)]

[Λεξικό Κριαρά]
εισέρχομαι.
  • 1) Μπαίνω·
    • (μεταφ.):
      • (Αχιλλ. N 1305).
  • 2) (Προκ. για εποχή του έτους) μπαίνω:
    • ο χειμώνας εισήλθεν (Χρον. Μορ. H 2865).
  • 3) Αρχίζω:
    • εισήλθε λέγων … τῳ βασιλεί (Βίος Αλ. 3503).
  • 4) Πηγαίνω:
    • εισέρχου πλησίον αυτού (Ορνεοσ. 55921).
  • 5) Βαδίζω εναντίον κάπ., επιτίθεμαι:
    • (Διγ. Gr. 2550).
  • 6) Προσφεύγω, καταφεύγω:
    • εισήλθετε δεόμενοι τυχείν ελευθερίας (Βίος Αλ. 2904).
  • 7) Επέρχομαι:
    • ζημίας της εισερχομένης εις αυτούς (Ελλην. νόμ. 52726).

[αρχ. εισέρχομαι. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες