Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εισέλευσις
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
εισέλευσις η.
  • 1) Ερχομός, άφιξη:
    • τώρα των θρήνων αποχή … και της τρυφής εισέλευσις (Καλλίμ. 2134).
  • 2) Είσοδος, πέρασμα:
    • ην το τείχος υψηλόν, εισέλευσιν ουκ είχεν (αυτ. 198).

[μτγν. ουσ. εισέλευσις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες