Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εικάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εικάζω [ikázo] -εται Ρ αόρ. είκασα, απαρέμφ. εικάσει, παθ. μόνο στο γ' πρόσ. ενεστ. : (λόγ.) με βάση κάποια δεδομένα καταλήγω σε μια γνώμη (κρίση, συμπέρασμα, υπόθεση κτλ.) πιθανή αλλά όχι απόλυτα βεβαιωμένη· κάνω εικασία, υποθέτω, φαντάζομαι: Είναι πολύ νωρίς ακόμα και για να εικάσει κανείς τα αποτελέσματα. Aδυνατούμε βέβαια να καταλήξουμε σε οριστική άποψη για τις προθέσεις του, μπορούμε όμως να τις εικάσουμε. Εικάζεται ότι θα ψηφιστεί το νομοσχέδιο.

[λόγ. < αρχ. εἰκάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες