Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εγκληματικός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
εγκληματικός, επίθ.
  • (Ως ουσ.) εγκληματίας:
    • Περί εγκληματικών, οπού τους εβγάζουν από την φυλακήν την εορτήν (Βακτ. αρχιερ. 151).

[αρχ. επίθ. εγκληματικός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εγκληματικός -ή -ό [eŋglimatikós] Ε1 : 1.που ανήκει ή που αναφέρεται στο έγκλημα: Εγκληματική πράξη / ενέργεια / δράση. Εγκληματικό παρελθόν. 2. που ανήκει ή αναφέρεται στον εγκληματία: Εγκληματική φύση. ~ χαρακτήρας / τύπος. || Εγκληματικό στοιχείο / εγκληματική φυσιογνωμία, ως χαρακτηρισμός εγκληματία. 3. ως εμφατικός χαρακτηρισμός πράξης, ενέργειας, συμπεριφοράς ηθικά ανεπίτρεπτης ή βλαπτικής ή επιζήμιας· (πρβ. έγκλημα3): Είναι εγκληματικό να αδιαφορείς. Εγκληματική αδιαφορία / αμέλεια / ολιγωρία. Εγκληματική πολιτική / απόφαση. Εγκληματικές συνέπειες.

[λόγ. < αρχ. ἐγκληματικός `που μπορεί να προξενήσει διαμάχες΄, μσν. εγκληματική δίκη `δίκη για έγκλημα΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες