Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εγκατοικίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
εγκατοικίζω.
  • Τοποθετώ, εγκαθιστώ κάπ.:
    • εσπούδαζεν ίνα εις Πελοπόννησον και τους τρεις αδελφούς εγκατοικίσῃ (Ψευδο-Σφρ. 30430).

[μτγν. εγκατοικίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες