Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εγκαρτέρηση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εγκαρτέρηση η [eŋgartérisi] Ο32α : παθητική αποδοχή δυσάρεστης κατάστασης, υπομονή.

[λόγ. εγκαρτερη- (εγκαρτερώ) -σις > -ση κατά τη σημ. του καρτερώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες