Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εγγύς
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εγγύς [engís] επίρρ. : (λόγ.) κοντά, πλησίον· συνήθ. ως επιθετικός προσδιορισμός σε στερεότυπες εκφορές: στο ~ μέλλον, στο κοντινό, στο προσεχές μέλλον, προσεχώς. ~ Aνατολή, (σε σχέση με τη Δυτική και Kεντρική Ευρώπη, και σε αντιδιαστολή προς την Άπω Aνατολή) ο γεωγραφικός χώρος της Nότιας Bαλκανικής και της Mικράς Aσίας.

[λόγ. < αρχ. ἐγγύς & σημδ. γαλλ. Ρroche-Οrient και αγγλ. Near Εast]

[Λεξικό Κριαρά]
εγγύσε, επίρρ.
  • Κοντά:
    • εγγύσε του βουνού … ήσαν οικούντες άνθρωποι (Καλλίμ. 96).

[<αρχ. επίρρ. εγγύς κατά το εκείσε]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες